-
1 ὠφέλεια
ὠφέλεια, ἡ, ion. ὠφελίη, Her., poet. ὠφελία, Eur. Andr. 539, auch in Prosa als v. l., z. B. Plat. Euthyd. 275 c Lach. 184 b, u. Bekker im Thuc. immer, wie Isocr. 4, 29; – 1) Hülfe, Beistand, bes. im Kriege, Thuc. 1, 26. 28, oft, Unterstützung, u. Sp.; ἰατρικὴ ὠφέλεια, ärztliche Hülfe, Plat. Lys. 217 a. – 2) Nutzen, Vortheil; Soph. El. 392; τίς παρ' ἡμῶν ἐστιν ὠφέλεια Ar. Th. 183; Plat. oft; Ggstz βλάβη Phaedr. 237 d; ἴσως ὠφελεῖ τὴν μεγίστην ὠφέλειαν Euthyd. 275 e; Dem.; Andoc. 2, 3; Lys. 19, 35, im plur., wie 62; αἱ ἀπό τινος γιγνόμεναι Isocr. 4, 29; ἐπὶ τῇ τοῦ πλήϑους ὠφελείᾳ 4, 79; ἐπ' ὠφελείᾳ Ggstz von ἐπὶ βλάβῃ Xen. Mem. 2, 3,18; – Beute im Kriege, Pol. 2, 3,8. 3, 82, 8; δι' ὠφελείας τίϑεσϑαι τὰ χρήματα, als Beute ansehen oder behandeln, D. Hal. 7, 37; Plut. u. a. Sp.
-
2 ὠφέλεια
ὠφέλεια, ἡ, (1) Hilfe, Beistand, bes. im Kriege, Unterstützung; ἰατρικὴ ὠφέλεια, ärztliche Hilfe; (2) Nutzen, Vorteil; Beute im Kriege; δι' ὠφελείας τίϑεσϑαι τὰ χρήματα, als Beute ansehen oder behandeln
См. также в других словарях:
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
ραχίτιδα, ραχιτισμός — Διαταραχή της ανάπτυξης γενικά και του σκελετού ειδικότερα, που αφορά τη διεργασία της οστέωσης και τον μεταβολισμό των αλάτων, κατά τη διάρκεια της ταχείας αύξησης, που είναι χαρακτηριστική στα πρώτα χρόνια της ζωής. Οφείλεται σε ποικίλα… … Dictionary of Greek